Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρανόω
καρανώ
καρατομέω
καράτομος
καρβᾴζω
κάρβανος
καρβάρεοι
Κάρβας
καρβάτινος
καρβατιών
κάρβις
κάρβων
κάρδακες
καρδαμάλη
καρδαμίζω
καρδαμίνη
καρδαμίς
κάρδαμον
καρδαμύσσω
καρδάμωμον
καρδάνη
View word page
κάρβις
κάρβις· μαστροπός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάρβις
Headword (normalized):
κάρβις
Headword (normalized/stripped):
καρβις
IDX:
53275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53276
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάρβις·</span> <span class="foreign greek">μαστροπός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}