Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κάραγος
καραδοκέω
καραδοκητής
καραδοκία
καραιβαράω
Καραιός
καράκαλλον
καράμβας
καράμβιος
καρανιστήρ
κάραννος
κάρανον
κάρανος
καρανόω
καρανώ
καρατομέω
καράτομος
καρβᾴζω
κάρβανος
καρβάρεοι
Κάρβας
View word page
κάραννος
κάραννος·
κεκρύφαλος, κρήδεμνον, ἢ ἔριφος
(cf.
κάρνος
)
, ἢ ζημία
(cf.
κάρνη, αὐτόκαρνος
),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάραννος
Headword (normalized):
κάραννος
Headword (normalized/stripped):
καραννος
IDX:
53262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53263
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάραννος·</span> <span class="foreign greek">κεκρύφαλος, κρήδεμνον, ἢ ἔριφος</span> (cf. <span class="foreign greek">κάρνος</span>)<span class="foreign greek">, ἢ ζημία</span> (cf. <span class="foreign greek">κάρνη, αὐτόκαρνος</span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}