Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραβώδης
κάραγος
καραδοκέω
καραδοκητής
καραδοκία
καραιβαράω
Καραιός
καράκαλλον
καράμβας
καράμβιος
καρανιστήρ
κάραννος
κάρανον
κάρανος
καρανόω
καρανώ
καρατομέω
καράτομος
καρβᾴζω
View word page
καράμβας
καράμβας· ῥάβδον ποιμενικήν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καράμβας
Headword (normalized):
καράμβας
Headword (normalized/stripped):
καραμβας
IDX:
53259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53260
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καράμβας·</span> <span class="foreign greek">ῥάβδον ποιμενικήν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}