Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καράβιον
καραβίς
καραβοειδής
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραβώδης
κάραγος
καραδοκέω
καραδοκητής
καραδοκία
καραιβαράω
Καραιός
καράκαλλον
καράμβας
καράμβιος
καρανιστήρ
κάραννος
κάρανον
κάρανος
καρανόω
καρανώ
View word page
καραιβαράω
καραιβαράω,
A). v. καρηβαρέω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καραιβαράω
Headword (normalized):
καραιβαράω
Headword (normalized/stripped):
καραιβαραω
IDX:
53256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53257
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καραιβαράω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καρηβαρέω</span> .</div> </div><br><br>'}