Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κᾶρ3
Κάρ
κάρα1
κάρα2
καράβιον
καραβίς
καραβοειδής
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραβώδης
κάραγος
καραδοκέω
καραδοκητής
καραδοκία
καραιβαράω
Καραιός
καράκαλλον
καράμβας
καράμβιος
καρανιστήρ
κάραννος
View word page
κάραγος
κάραγος· ο τραχὺς ψόφος, οἷον πρι<όντ>, Hsch. καραδάλη· ἀρμενοθήκη, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάραγος
Headword (normalized):
κάραγος
Headword (normalized/stripped):
καραγος
IDX:
53252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53253
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάραγος·</span> <span class="foreign greek">ο τραχὺς ψόφος, οἷον πρι&lt;όντ&gt;</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">καραδάλη·</span> <span class="foreign greek">ἀρμενοθήκη</span>, Id.</div><br><br>'}