Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κάπυρις
καπυριστής
καπυρόομαι
καπυρός
καπυρώδης
κάπυς
καπύω
κάπων
κάρ1
κάρ2
κᾶρ3
Κάρ
κάρα1
κάρα2
καράβιον
καραβίς
καραβοειδής
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραβώδης
κάραγος
View word page
κᾶρ3
κᾶρ
(B),
τό
, Aeol. for
κήρ
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κᾶρ3
Headword (normalized):
κᾶρ
Headword (normalized/stripped):
καρ3
IDX:
53242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53243
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾶρ</span> (B), <span class="gen greek">τό</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">κήρ</span> (q.v.).</div><br><br>'}