Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καπροβόλ<ι>ον
κάπρος
καπροσύρη
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
καπτρίον
κάπτρον
κάπτω
καπυκτά
καπυρίδια
καπυρίζω
κάπυρις
καπυριστής
καπυρόομαι
καπυρός
καπυρώδης
κάπυς
καπύω
κάπων
View word page
καπυκτά
καπυκτά·
πνέοντα
,
Hsch.
καπύνιοι·
ἀκόλουθοι
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καπυκτά
Headword (normalized):
καπυκτά
Headword (normalized/stripped):
καπυκτα
IDX:
53229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53230
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καπυκτά·</span> <span class="foreign greek">πνέοντα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">καπύνιοι·</span> <span class="foreign greek">ἀκόλουθοι</span>, Id.</div><br><br>'}