Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάπριος
καπρίσκος
καπροβόλ<ι>ον
κάπρος
καπροσύρη
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
καπτρίον
κάπτρον
κάπτω
καπυκτά
καπυρίδια
καπυρίζω
κάπυρις
καπυριστής
καπυρόομαι
καπυρός
καπυρώδης
κάπυς
View word page
κάπτρον
κάπτρ-ον,
A). = κάμπτρον 11 , ib.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάπτρον
Headword (normalized):
κάπτρον
Headword (normalized/stripped):
καπτρον
IDX:
53227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53228
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάπτρ-ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κάμπτρον</span> <span class="bibl"> 11 </span>, ib.</div> </div><br><br>'}