Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κάπρειος
καπρία
καπριάω
καπρίδιον
καπρίζω
καπρίολος
κάπριος
καπρίσκος
καπροβόλ<ι>ον
κάπρος
καπροσύρη
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
καπτρίον
κάπτρον
κάπτω
καπυκτά
καπυρίδια
καπυρίζω
View word page
καπροσύρη
καπροσύρη·
περικάθαρσις
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καπροσύρη
Headword (normalized):
καπροσύρη
Headword (normalized/stripped):
καπροσυρη
IDX:
53221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53222
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καπροσύρη·</span> <span class="foreign greek">περικάθαρσις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}