Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάπραινα
καπράω
κάπρειος
καπρία
καπριάω
καπρίδιον
καπρίζω
καπρίολος
κάπριος
καπρίσκος
καπροβόλ<ι>ον
κάπρος
καπροσύρη
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
καπτρίον
κάπτρον
κάπτω
καπυκτά
View word page
καπροβόλ<ι>ον
καπροβόλ<ι>ον, τὸ,
A). gloss on συβίνη , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καπροβόλ<ι>ον
Headword (normalized):
καπροβόλ<ι>ον
Headword (normalized/stripped):
καπροβολ<ι>ον
IDX:
53219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53220
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καπροβόλ&lt;ι&gt;ον</span>, <span class="foreign greek">τὸ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">συβίνη</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}