Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμμά
ἀμμαλλῆς
ἁμματίζω
ἁμμάτιον
ἁμματισμός
ἀμμεδαπάν
ἀμμεμίξεται
ἄμμες
ἄμμι
ἀμμία
ἀμμιάξαι
ἄμμινος
ἀμμιρός
ἀμμοβάτης
ἀμμόγειος
ἀμμόδρομος
ἀμμοδύτης
ἀμμοδύτωρ
ἀμμοκονία
ἀμμοκοπρηγὸν
ἀμμόνιτρον
View word page
ἀμμιάξαι
ἀμμιάξαι· ἀποπνίξαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμμιάξαι
Headword (normalized):
ἀμμιάξαι
Headword (normalized/stripped):
αμμιαξαι
IDX:
5321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5322
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμμιάξαι·</span> <span class="foreign greek">ἀποπνίξαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}