Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καππυρίζω
Καππώτας
κάπρα
κάπραινα
καπράω
κάπρειος
καπρία
καπριάω
καπρίδιον
καπρίζω
καπρίολος
κάπριος
καπρίσκος
καπροβόλ<ι>ον
κάπρος
καπροσύρη
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
καπτρίον
View word page
καπρίολος
καπρ-ίολος,
A). furcilla, Gloss.


ShortDef

furcilla

Debugging

Headword:
καπρίολος
Headword (normalized):
καπρίολος
Headword (normalized/stripped):
καπριολος
IDX:
53216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53217
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καπρ-ίολος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">furcilla,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}