Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάπος
κάππα
Καππαδόκαι
καππάριον
κάππαρις
κάππαρος
κάππαστον
κάππεσον
καππυρίζω
Καππώτας
κάπρα
κάπραινα
καπράω
κάπρειος
καπρία
καπριάω
καπρίδιον
καπρίζω
καπρίολος
κάπριος
καπρίσκος
View word page
κάπρα
κάπρα· αἴξ, Τυρρηνοί, Hsch.; but κάπρας· ἀκολασίας, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάπρα
Headword (normalized):
κάπρα
Headword (normalized/stripped):
καπρα
IDX:
53208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53209
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάπρα·</span> <span class="foreign greek">αἴξ, Τυρρηνοί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; but <span class="orth greek">κάπρας·</span> <span class="foreign greek">ἀκολασίας</span>, Id.</div><br><br>'}