Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καπνοκορτυάζομαι
καπνόμαντις
καπνόομαι
καπνοόν
καπνοποιός
καπνός
καπνοσφράντης
καπνοῦχος
καπνώδης
καπνωτήριον
κᾶπος
κάπος
κάππα
Καππαδόκαι
καππάριον
κάππαρις
κάππαρος
κάππαστον
κάππεσον
καππυρίζω
Καππώτας
View word page
κᾶπος
κᾶπος, Dor. for κῆπος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κᾶπος
Headword (normalized):
κᾶπος
Headword (normalized/stripped):
καπος
IDX:
53197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53198
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾶπος</span>, Dor. for <span class="foreign greek">κῆπος</span>.</div><br><br>'}