Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καπνιστήριον
καπνιστός
καπνίτης
καπνοβάτης
καπνογόργιον
καπνοδόκη
καπνοδοχεῖον
καπνοδόχος
καπνοειδής
καπνοκορτυάζομαι
καπνόμαντις
καπνόομαι
καπνοόν
καπνοποιός
καπνός
καπνοσφράντης
καπνοῦχος
καπνώδης
καπνωτήριον
κᾶπος
κάπος
View word page
καπνόμαντις
καπνό-μαντις
,
εως
,
ὁ
,
A).
smoke-diviner
, Lact.ad Stat.
Theb.
4.411
.
ShortDef
smoke-diviner
Debugging
Headword:
καπνόμαντις
Headword (normalized):
καπνόμαντις
Headword (normalized/stripped):
καπνομαντις
IDX:
53188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53189
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καπνό-μαντις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">smoke-diviner</span>, Lact.ad Stat.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Theb.</span> 4.411 </span>.</div> </div><br><br>'}