Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάπνιος
κάπνισις
κάπνισμα
καπνιστέον
καπνιστήριον
καπνιστός
καπνίτης
καπνοβάτης
καπνογόργιον
καπνοδόκη
καπνοδοχεῖον
καπνοδόχος
καπνοειδής
καπνοκορτυάζομαι
καπνόμαντις
καπνόομαι
καπνοόν
καπνοποιός
καπνός
καπνοσφράντης
καπνοῦχος
View word page
καπνοδοχεῖον
καπνο-δοχεῖον, τό, = foreg., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καπνοδοχεῖον
Headword (normalized):
καπνοδοχεῖον
Headword (normalized/stripped):
καπνοδοχειον
IDX:
53184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53185
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καπνο-δοχεῖον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = foreg., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}