Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμίτρωτος
ἀμιχθαλόεις
ἀμμ
ἅμμα
ἀμμά
ἀμμαλλῆς
ἁμματίζω
ἁμμάτιον
ἁμματισμός
ἀμμεδαπάν
ἀμμεμίξεται
ἄμμες
ἄμμι
ἀμμία
ἀμμιάξαι
ἄμμινος
ἀμμιρός
ἀμμοβάτης
ἀμμόγειος
ἀμμόδρομος
ἀμμοδύτης
View word page
ἀμμεμίξεται
ἀμμεμίξεται, ἀμμένω, poet. for ἀναμεμίξεται, ἀναμένω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμμεμίξεται
Headword (normalized):
ἀμμεμίξεται
Headword (normalized/stripped):
αμμεμιξεται
IDX:
5317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5318
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμμεμίξεται</span>, <span class="orth greek">ἀμμένω</span>, poet. for <span class="foreign greek">ἀναμεμίξεται, ἀναμένω.</span> </div><br><br>'}