Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καπηλοδύτης
κάπηλος
καπήλτια
κάπια
καπίθη
καπίστριον
καπναύγης
κάπνειος
καπνείω
καπνέλαιον
κάπνεος
κάπνη
καπνηλός
καπνία
καπνιαῖος
καπνίας
καπνιάω
καπνίζω
κάπνιος
κάπνισις
κάπνισμα
View word page
κάπνεος
κάπν-εος, καπν-έως,
A). v. κάπνειος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάπνεος
Headword (normalized):
κάπνεος
Headword (normalized/stripped):
καπνεος
IDX:
53166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53167
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάπν-εος</span>, <span class="orth greek">καπν-έως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κάπνειος</span> .</div> </div><br><br>'}