Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Κάνωπος
κάος
κάπ
καπαῖος
καπαλευτής
καπάνη
καπανῆται
καπανικός
καπανοι
καπαρδεῦσαι
καπάριον
κὰπατᾶ
καπέτις
κάπετον
κάπετος
Καπετώλιον
κάπη
καπηλεία
καπηλεῖον
καπηλευτικός
καπηλεύω
View word page
καπάριον
καπάριον
,
κάπαρις
, written for
καππ-
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καπάριον
Headword (normalized):
καπάριον
Headword (normalized/stripped):
καπαριον
IDX:
53140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53141
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καπάριον</span>, <span class="orth greek">κάπαρις</span>, written for <span class="foreign greek">καππ-</span> (q.v.).</div><br><br>'}