Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάνωπον
Κάνωπος
κάος
κάπ
καπαῖος
καπαλευτής
καπάνη
καπανῆται
καπανικός
καπανοι
καπαρδεῦσαι
καπάριον
κὰπατᾶ
καπέτις
κάπετον
κάπετος
Καπετώλιον
κάπη
καπηλεία
καπηλεῖον
καπηλευτικός
View word page
καπαρδεῦσαι
καπαρδεῦσαι· μαντεύσασθαι, Hsch.; cf. σκαπαρδεύω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καπαρδεῦσαι
Headword (normalized):
καπαρδεῦσαι
Headword (normalized/stripped):
καπαρδευσαι
IDX:
53139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53140
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καπαρδεῦσαι·</span> <span class="foreign greek">μαντεύσασθαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">σκαπαρδεύω</span>.</div><br><br>'}