Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Κανωπικόν
κάνωπον
Κάνωπος
κάος
κάπ
καπαῖος
καπαλευτής
καπάνη
καπανῆται
καπανικός
καπανοι
καπαρδεῦσαι
καπάριον
κὰπατᾶ
καπέτις
κάπετον
κάπετος
Καπετώλιον
κάπη
καπηλεία
καπηλεῖον
View word page
καπανοι
καπανοι· ἀλφίτων εἶδος, Phot. (sine accentu).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καπανοι
Headword (normalized):
καπανοι
Headword (normalized/stripped):
καπανοι
IDX:
53138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53139
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καπανοι·</span> <span class="foreign greek">ἀλφίτων εἶδος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> (sine accentu).</div><br><br>'}