Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κανυσῖνος
κάνυστρον
Κάνωβος
κανών
Κανωπικόν
κάνωπον
Κάνωπος
κάος
κάπ
καπαῖος
καπαλευτής
καπάνη
καπανῆται
καπανικός
καπανοι
καπαρδεῦσαι
καπάριον
κὰπατᾶ
καπέτις
κάπετον
κάπετος
View word page
καπαλευτής
καπαλευτής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
=
ὀνηλάτης
,
Hsch.
:—also
καπαλαί·
κάπηλοι, φάτναι
, and
καπαλίζω
, =
ζευγηλατέω
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καπαλευτής
Headword (normalized):
καπαλευτής
Headword (normalized/stripped):
καπαλευτης
IDX:
53134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53135
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καπαλευτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀνηλάτης</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>:—also <span class="orth greek">καπαλαί·</span> <span class="foreign greek">κάπηλοι, φάτναι</span>, and <span class="orth greek">καπαλίζω</span>, = <span class="ref greek">ζευγηλατέω</span> , Id.</div> </div><br><br>'}