Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κανονιστικός
κανονογραφία
κανονωτός
κάντορες
κανυσῖνος
κάνυστρον
Κάνωβος
κανών
Κανωπικόν
κάνωπον
Κάνωπος
κάος
κάπ
καπαῖος
καπαλευτής
καπάνη
καπανῆται
καπανικός
καπανοι
καπαρδεῦσαι
καπάριον
View word page
Κάνωπος
Κάνωπος, ,
A). v. Κάνωβος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Κάνωπος
Headword (normalized):
κάνωπος
Headword (normalized/stripped):
κανωπος
IDX:
53130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53131
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Κάνωπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Κάνωβος</span> .</div> </div><br><br>'}