Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κανόνιον
κανονίς
κανόνισμα
κανονισμός
κανονιστέον
κανονιστικός
κανονογραφία
κανονωτός
κάντορες
κανυσῖνος
κάνυστρον
Κάνωβος
κανών
Κανωπικόν
κάνωπον
Κάνωπος
κάος
κάπ
καπαῖος
καπαλευτής
καπάνη
View word page
κάνυστρον
κάνυστρον, τό,
A). v. κάναστρον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάνυστρον
Headword (normalized):
κάνυστρον
Headword (normalized/stripped):
κανυστρον
IDX:
53125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53126
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάνυστρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κάναστρον</span> .</div> </div><br><br>'}