Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κανονικάριος
κανονικός
κανόνιον
κανονίς
κανόνισμα
κανονισμός
κανονιστέον
κανονιστικός
κανονογραφία
κανονωτός
κάντορες
κανυσῖνος
κάνυστρον
Κάνωβος
κανών
Κανωπικόν
κάνωπον
Κάνωπος
κάος
κάπ
καπαῖος
View word page
κάντορες
κάντορες· οἱ κρατοῦντες, Hsch. (Fort. κράντορες.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάντορες
Headword (normalized):
κάντορες
Headword (normalized/stripped):
καντορες
IDX:
53123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53124
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάντορες·</span> <span class="foreign greek">οἱ κρατοῦντες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Fort. <span class="foreign greek">κράντορες</span>.)</div><br><br>'}