Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Κάννωκος
κανονίας
κανονίζω
κανονικάριος
κανονικός
κανόνιον
κανονίς
κανόνισμα
κανονισμός
κανονιστέον
κανονιστικός
κανονογραφία
κανονωτός
κάντορες
κανυσῖνος
κάνυστρον
Κάνωβος
κανών
Κανωπικόν
κάνωπον
Κάνωπος
View word page
κανονιστικός
κᾰνον-ιστικός, , όν,
A). regulative, οἱ κανόνες τῶν ὑγιῶν, οὐ τῶν πεπονθότων εἰσὶ -κοί Choerob. in Heph. p.226C.


ShortDef

regulative

Debugging

Headword:
κανονιστικός
Headword (normalized):
κανονιστικός
Headword (normalized/stripped):
κανονιστικος
IDX:
53120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53121
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰνον-ιστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">regulative</span>, <span class="quote greek">οἱ κανόνες τῶν ὑγιῶν, οὐ τῶν πεπονθότων εἰσὶ -κοί</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Choerob.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Heph.</span> p.226C. </span> </div> </div><br><br>'}