Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κανίσκιον
κάνιστρον
κάννα2
κανναβάριος
καννάβινος
καννάβιον
κάνναβις
κανναβίσκα
κάνναβος
κάνναθρον
καννοχερσαία
Κάννωκος
κανονίας
κανονίζω
κανονικάριος
κανονικός
κανόνιον
κανονίς
κανόνισμα
κανονισμός
κανονιστέον
View word page
καννοχερσαία
καννοχερσαία, ,
A). = ἑλξίνη , Ps.- Dsc. 4.39 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καννοχερσαία
Headword (normalized):
καννοχερσαία
Headword (normalized/stripped):
καννοχερσαια
IDX:
53109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53110
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καννοχερσαία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἑλξίνη</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.39 </span>.</div> </div><br><br>'}