Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κανθύλη
κανθώδης
κάνθων
κανίας
κἄνις
κανίσκιον
κάνιστρον
κάννα2
κανναβάριος
καννάβινος
καννάβιον
κάνναβις
κανναβίσκα
κάνναβος
κάνναθρον
καννοχερσαία
Κάννωκος
κανονίας
κανονίζω
κανονικάριος
κανονικός
View word page
καννάβιον
καννάβ-ιον, τό, = sq., Ps.- Dsc. 3.148 , Gp. 13.11.9 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καννάβιον
Headword (normalized):
καννάβιον
Headword (normalized/stripped):
κανναβιον
IDX:
53104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53105
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καννάβ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.148 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 13.11.9 </span>.</div><br><br>'}