Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κανήφορος
κανθάρεως
κανθάριος
κανθάριον
κανθαρίς
κανθαρίτης
κανθαροποιός
κάνθαρος
κανθαρώδης
κανθαρώλεθρος
κανθήλη
κανθήλια
κανθηλικός
κανθήλιος
κανθίαι
κανθός
κανθύλη
κανθώδης
κάνθων
κανίας
κἄνις
View word page
κανθήλη
κανθήλη, ,
A). = καλαμανθήλη , rush used for candle-wicks, Edict. Diocl. 18.6 .


ShortDef

rush used for candle-wicks

Debugging

Headword:
κανθήλη
Headword (normalized):
κανθήλη
Headword (normalized/stripped):
κανθηλη
IDX:
53088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53089
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κανθήλη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καλαμανθήλη</span> , <span class="tr" style="font-weight: bold;">rush used for candle-wicks, Edict. Diocl.</span> <span class="bibl"> 18.6 </span>.</div> </div><br><br>'}