Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κανητοποιός
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφορικός
κανήφορος
κανθάρεως
κανθάριος
κανθάριον
κανθαρίς
κανθαρίτης
κανθαροποιός
κάνθαρος
κανθαρώδης
κανθαρώλεθρος
κανθήλη
κανθήλια
κανθηλικός
κανθήλιος
κανθίαι
κανθός
κανθύλη
View word page
κανθαροποιός
κανθᾰροποιός, ,
A). maker of κάνθαροι 11, IG 12(9).292 (Eretria).


ShortDef

maker of κάνθαροι II

Debugging

Headword:
κανθαροποιός
Headword (normalized):
κανθαροποιός
Headword (normalized/stripped):
κανθαροποιος
IDX:
53084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53085
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κανθᾰροποιός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">maker of</span> <span class="quote greek">κάνθαροι</span> 11, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(9).292 </span> (Eretria).</div> </div><br><br>'}