Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κανδύταλις
κάνδυτος
κάνειον
κάνεον
κανῆν
κάνης
κανήτιον
κανητοποιός
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφορικός
κανήφορος
κανθάρεως
κανθάριος
κανθάριον
κανθαρίς
κανθαρίτης
κανθαροποιός
κάνθαρος
κανθαρώδης
κανθαρώλεθρος
View word page
κανηφορικός
κᾰνηφορ-ικός, , όν,
A). of the Κανηφόροι, κόσμος IG 22.333c10 .


ShortDef

of the Κανηφόροι

Debugging

Headword:
κανηφορικός
Headword (normalized):
κανηφορικός
Headword (normalized/stripped):
κανηφορικος
IDX:
53077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53078
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰνηφορ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of the</span> <span class="quote greek">Κανηφόροι, κόσμος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.333c10 </span> .</div> </div><br><br>'}