Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάνδυς
κανδύταλις
κάνδυτος
κάνειον
κάνεον
κανῆν
κάνης
κανήτιον
κανητοποιός
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφορικός
κανήφορος
κανθάρεως
κανθάριος
κανθάριον
κανθαρίς
κανθαρίτης
κανθαροποιός
κάνθαρος
κανθαρώδης
View word page
κανηφορία
κᾰνηφορ-ία, ,
A). office of κανηφόρος, Pl. Hipparch. 229c .


ShortDef

office of κανηφόρος

Debugging

Headword:
κανηφορία
Headword (normalized):
κανηφορία
Headword (normalized/stripped):
κανηφορια
IDX:
53076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53077
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰνηφορ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">office of</span> <span class="foreign greek">κανηφόρος</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg015:229c" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg015:229c/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Hipparch.</span> 229c </a>.</div> </div><br><br>'}