Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κάνδαλοι
Κανδαύλης
κάνδαυλος
κανδήλη
κανδοφόρους
κάνδυς
κανδύταλις
κάνδυτος
κάνειον
κάνεον
κανῆν
κάνης
κανήτιον
κανητοποιός
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφορικός
κανήφορος
κανθάρεως
κανθάριος
κανθάριον
View word page
κανῆν
κανῆν
, Dor. aor. 2 inf. of
καίνω
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κανῆν
Headword (normalized):
κανῆν
Headword (normalized/stripped):
κανην
IDX:
53071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53072
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κανῆν</span>, Dor. aor. 2 inf. of <span class="foreign greek">καίνω</span> (q.v.).</div><br><br>'}