Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καναχίζω
καναχός
κανδαλιστής
κάνδαλοι
Κανδαύλης
κάνδαυλος
κανδήλη
κανδοφόρους
κάνδυς
κανδύταλις
κάνδυτος
κάνειον
κάνεον
κανῆν
κάνης
κανήτιον
κανητοποιός
κανηφορέω
κανηφορία
κανηφορικός
κανήφορος
View word page
κάνδυτος
κάνδυτος,
A). v. κάνδαυλος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάνδυτος
Headword (normalized):
κάνδυτος
Headword (normalized/stripped):
κανδυτος
IDX:
53068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53069
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάνδυτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κάνδαυλος</span> .</div> </div><br><br>'}