Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καναχήπους
καναχάποδα
καναχής
καναχίζω
καναχός
κανδαλιστής
κάνδαλοι
Κανδαύλης
κάνδαυλος
κανδήλη
κανδοφόρους
κάνδυς
κανδύταλις
κάνδυτος
κάνειον
κάνεον
κανῆν
κάνης
κανήτιον
κανητοποιός
κανηφορέω
View word page
κανδοφόρους
κανδοφόρους· μελανειμοῦντας, Hsch. κανδόχα· κήλη ( Lacon.), Id.; cf. καναδόκα. κανδύλη,
A). v. κανδύταλις . κάνδυλος, v. κάνδαυλος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κανδοφόρους
Headword (normalized):
κανδοφόρους
Headword (normalized/stripped):
κανδοφορους
IDX:
53065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53066
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κανδοφόρους·</span> <span class="foreign greek">μελανειμοῦντας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">κανδόχα·</span> <span class="foreign greek">κήλη</span> ( Lacon.), Id.; cf. <span class="foreign greek">καναδόκα</span>. <span class="orth greek">κανδύλη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κανδύταλις</span> . <span class="orth greek">κάνδυλος</span>, v. <span class="ref greek">κάνδαυλος</span> .</div> </div><br><br>'}