Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καναχέω
καναχή
καναχηδά
καναχηδής
καναχηδόν
καναχήπους
καναχάποδα
καναχής
καναχίζω
καναχός
κανδαλιστής
κάνδαλοι
Κανδαύλης
κάνδαυλος
κανδήλη
κανδοφόρους
κάνδυς
κανδύταλις
κάνδυτος
κάνειον
κάνεον
View word page
κανδαλιστής
κανδαλιστής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
acrobat,
Delph.
3(1).226
(sed leg.
σκανδ-
).
ShortDef
acrobat
Debugging
Headword:
κανδαλιστής
Headword (normalized):
κανδαλιστής
Headword (normalized/stripped):
κανδαλιστης
IDX:
53060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53061
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κανδαλιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">acrobat,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Delph.</span> 3(1).226 </span> (sed leg. <span class="foreign greek">σκανδ-</span>).</div> </div><br><br>'}