Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κανάσσω
καναστραῖα
κάναστρον
καναφόρος
καναχέω
καναχή
καναχηδά
καναχηδής
καναχηδόν
καναχήπους
καναχάποδα
καναχής
καναχίζω
καναχός
κανδαλιστής
κάνδαλοι
Κανδαύλης
κάνδαυλος
κανδήλη
κανδοφόρους
κάνδυς
View word page
καναχάποδα
κᾰνᾰχ-άποδα [ᾱ] Alcm. 23.48 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καναχάποδα
Headword (normalized):
καναχάποδα
Headword (normalized/stripped):
καναχαποδα
IDX:
53056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53057
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰνᾰχ-άποδα</span> <span class="pron greek">[ᾱ]</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0291.tlg001:23:48" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0291.tlg001:23.48/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alcm.</span> 23.48 </a>.</div><br><br>'}