Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κανάβινος
καναβιουργός
κάναβος
κάναδοι
κάναθρον
κάνακις
κάνασθον
κανάσσω
καναστραῖα
κάναστρον
καναφόρος
καναχέω
καναχή
καναχηδά
καναχηδής
καναχηδόν
καναχήπους
καναχάποδα
καναχής
καναχίζω
καναχός
View word page
καναφόρος
καναφόρος·
μεσόδμη
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καναφόρος
Headword (normalized):
καναφόρος
Headword (normalized/stripped):
καναφορος
IDX:
53049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53050
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καναφόρος·</span> <span class="foreign greek">μεσόδμη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}