Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κἄν
κανάβευμα
κανάβινος
καναβιουργός
κάναβος
κάναδοι
κάναθρον
κάνακις
κάνασθον
κανάσσω
καναστραῖα
κάναστρον
καναφόρος
καναχέω
καναχή
καναχηδά
καναχηδής
καναχηδόν
καναχήπους
καναχάποδα
καναχής
View word page
καναστραῖα
καναστραῖα·
κοῖλά τινα ἀγγεῖα
,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καναστραῖα
Headword (normalized):
καναστραῖα
Headword (normalized/stripped):
καναστραια
IDX:
53047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53048
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καναστραῖα·</span> <span class="foreign greek">κοῖλά τινα ἀγγεῖα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}