Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καμψός
κάμων
κάν
κἄν
κανάβευμα
κανάβινος
καναβιουργός
κάναβος
κάναδοι
κάναθρον
κάνακις
κάνασθον
κανάσσω
καναστραῖα
κάναστρον
καναφόρος
καναχέω
καναχή
καναχηδά
καναχηδής
καναχηδόν
View word page
κάνακις
κάνακις· ξίφος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάνακις
Headword (normalized):
κάνακις
Headword (normalized/stripped):
κανακις
IDX:
53044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53045
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάνακις·</span> <span class="foreign greek">ξίφος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}