Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καμψίπους
κάμψις
καμψός
κάμων
κάν
κἄν
κανάβευμα
κανάβινος
καναβιουργός
κάναβος
κάναδοι
κάναθρον
κάνακις
κάνασθον
κανάσσω
καναστραῖα
κάναστρον
καναφόρος
καναχέω
καναχή
καναχηδά
View word page
κάναδοι
κάναδοι·
σιαγόνες, γνάθοι
,
Hsch.
καναδόκα·
Χείλη ὀϊστοῦ
( Lacon.), Id.; cf.
κανδόχα
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάναδοι
Headword (normalized):
κάναδοι
Headword (normalized/stripped):
καναδοι
IDX:
53042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53043
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάναδοι·</span> <span class="foreign greek">σιαγόνες, γνάθοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">καναδόκα·</span> <span class="foreign greek">Χείλη ὀϊστοῦ</span> ( Lacon.), Id.; cf. <span class="foreign greek">κανδόχα</span>.</div><br><br>'}