Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καμπυλόρριν
καμπύλος
καμπυλοσαλπιστής
καμπυλότης
καμπύλοχος
κάμψα
καμψάνεμα
καμψάριος
κάμψη
καμψιδίαυλος
καμψικίζω
καμψίουρος
καμψίπους
κάμψις
καμψός
κάμων
κάν
κἄν
κανάβευμα
κανάβινος
καναβιουργός
View word page
καμψικίζω
καμψικίζω
,
A).
=
βαρβαρίζω
,
Hsch.
καμψίον
,
τό
, v.
κάμψα
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καμψικίζω
Headword (normalized):
καμψικίζω
Headword (normalized/stripped):
καμψικιζω
IDX:
53030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53031
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καμψικίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βαρβαρίζω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">καμψίον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, v. <span class="ref greek">κάμψα</span> .</div> </div><br><br>'}