Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κάμπτρα
κάμπτρον
καμπτροποιός
καμπτροφόρος
κάμπτω
καμπύλη
καμπυλιάζω
καμπύλλω
καμπυλεύομαι
καμπυλοειδής
καμπυλόεις
καμπυλόομαι
καμπυλόπρυμνος
καμπυλόρριν
καμπύλος
καμπυλοσαλπιστής
καμπυλότης
καμπύλοχος
κάμψα
καμψάνεμα
καμψάριος
View word page
καμπυλόεις
καμπῠλό-εις
,
εσσα
,
εν
, poet. for
A).
καμπύλος, ἴτυς
AP
6.28
(Jul.Aegypt.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καμπυλόεις
Headword (normalized):
καμπυλόεις
Headword (normalized/stripped):
καμπυλοεις
IDX:
53017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53018
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καμπῠλό-εις</span>, <span class="itype greek">εσσα</span>, <span class="itype greek">εν</span>, poet. for <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">καμπύλος, ἴτυς</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.28 </span> (Jul.Aegypt.).</div> </div><br><br>'}