Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καμπτός
κάμπτρα
κάμπτρον
καμπτροποιός
καμπτροφόρος
κάμπτω
καμπύλη
καμπυλιάζω
καμπύλλω
καμπυλεύομαι
καμπυλοειδής
καμπυλόεις
καμπυλόομαι
καμπυλόπρυμνος
καμπυλόρριν
καμπύλος
καμπυλοσαλπιστής
καμπυλότης
καμπύλοχος
κάμψα
καμψάνεμα
View word page
καμπυλοειδής
καμπῠλο-ειδής, ές,
A). appearingcrooked, φαντασία Plu. 2.1121c .


ShortDef

appearingcrooked

Debugging

Headword:
καμπυλοειδής
Headword (normalized):
καμπυλοειδής
Headword (normalized/stripped):
καμπυλοειδης
IDX:
53016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53017
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καμπῠλο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">appearingcrooked</span>, <span class="quote greek">φαντασία</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1121c </span> .</div> </div><br><br>'}