Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καμπτικός
καμπτός
κάμπτρα
κάμπτρον
καμπτροποιός
καμπτροφόρος
κάμπτω
καμπύλη
καμπυλιάζω
καμπύλλω
καμπυλεύομαι
καμπυλοειδής
καμπυλόεις
καμπυλόομαι
καμπυλόπρυμνος
καμπυλόρριν
καμπύλος
καμπυλοσαλπιστής
καμπυλότης
καμπύλοχος
κάμψα
View word page
καμπυλεύομαι
καμπ-υλεύομαι, Pass., Erot., Aret. SA 1.6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καμπυλεύομαι
Headword (normalized):
καμπυλεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καμπυλευομαι
IDX:
53015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53016
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καμπ-υλεύομαι</span>, Pass., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Erot.</span></span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0719.tlg001.perseus-grc1:1:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0719.tlg001.perseus-grc1:1.6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aret.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">SA</span> 1.6 </a>.</div><br><br>'}