Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καμπτήρ
καμπτηρία
καμπτικός
καμπτός
κάμπτρα
κάμπτρον
καμπτροποιός
καμπτροφόρος
κάμπτω
καμπύλη
καμπυλιάζω
καμπύλλω
καμπυλεύομαι
καμπυλοειδής
καμπυλόεις
καμπυλόομαι
καμπυλόπρυμνος
καμπυλόρριν
καμπύλος
καμπυλοσαλπιστής
καμπυλότης
View word page
καμπυλιάζω
καμπ-ῠλιάζω, = sq., Phot., Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καμπυλιάζω
Headword (normalized):
καμπυλιάζω
Headword (normalized/stripped):
καμπυλιαζω
IDX:
53013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53014
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καμπ-ῠλιάζω</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}