Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάμπη2
κάμπιμος
κάμπος
καμπτήρ
καμπτηρία
καμπτικός
καμπτός
κάμπτρα
κάμπτρον
καμπτροποιός
καμπτροφόρος
κάμπτω
καμπύλη
καμπυλιάζω
καμπύλλω
καμπυλεύομαι
καμπυλοειδής
καμπυλόεις
καμπυλόομαι
καμπυλόπρυμνος
καμπυλόρριν
View word page
καμπτροφόρος
καμπτρο-φόρος, , =
A). capsarius, ib.


ShortDef

capsarius

Debugging

Headword:
καμπτροφόρος
Headword (normalized):
καμπτροφόρος
Headword (normalized/stripped):
καμπτροφορος
IDX:
53010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53011
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καμπτρο-φόρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">capsarius</span>, ib.</div> </div><br><br>'}