Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καμπή1
κάμπη2
κάμπιμος
κάμπος
καμπτήρ
καμπτηρία
καμπτικός
καμπτός
κάμπτρα
κάμπτρον
καμπτροποιός
καμπτροφόρος
κάμπτω
καμπύλη
καμπυλιάζω
καμπύλλω
καμπυλεύομαι
καμπυλοειδής
καμπυλόεις
καμπυλόομαι
καμπυλόπρυμνος
View word page
καμπτροποιός
καμπτρο-ποιός, ,
A). basket-maker, Gloss.


ShortDef

basket-maker

Debugging

Headword:
καμπτροποιός
Headword (normalized):
καμπτροποιός
Headword (normalized/stripped):
καμπτροποιος
IDX:
53009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53010
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καμπτρο-ποιός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">basket-maker,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}