Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάμμορον
κάμμορος
κάμμυσις
καμμύω
κάμνω
κάμορος
καμπαγών
καμπαλέος
καμπανίζω
κάμπανος
καμπεσίγουνος
καμπεσίγυιος
καμπή1
κάμπη2
κάμπιμος
κάμπος
καμπτήρ
καμπτηρία
καμπτικός
καμπτός
κάμπτρα
View word page
καμπεσίγουνος
καμπεσί-γουνος [ῐ], ον,
A). bending the knees, Ἐρινύς Hsch.


ShortDef

bending the knees

Debugging

Headword:
καμπεσίγουνος
Headword (normalized):
καμπεσίγουνος
Headword (normalized/stripped):
καμπεσιγουνος
IDX:
52997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52998
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καμπεσί-γουνος</span> <span class="pron greek">[ῐ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bending the knees</span>, <span class="quote greek">Ἐρινύς</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}