Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάμμαρος
κάμμαρψις
καμματίδες
κάμμει
καμμονίη
κάμμορον
κάμμορος
κάμμυσις
καμμύω
κάμνω
κάμορος
καμπαγών
καμπαλέος
καμπανίζω
κάμπανος
καμπεσίγουνος
καμπεσίγυιος
καμπή1
κάμπη2
κάμπιμος
κάμπος
View word page
κάμορος
κάμορος· κλήθρα τὸ δένδρον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάμορος
Headword (normalized):
κάμορος
Headword (normalized/stripped):
καμορος
IDX:
52992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52993
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάμορος·</span> <span class="foreign greek">κλήθρα τὸ δένδρον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}